- καρδιώνω
- και γκαρδιώνω (AM καρδιώ, -όω) [καρδιά]νεοελλ.-μσν.εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνωαρχ.1. πληγώνω την καρδιά2. μέσ. καρδιούμαι, -όομαιεξάγω την καρδιά τού θύματος κατά τη θυσία, καρδιουλκώ*.
Dictionary of Greek. 2013.