καρδιώνω

καρδιώνω
και γκαρδιώνω (AM καρδιώ, -όω) [καρδιά]
νεοελλ.-μσν.
εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω
αρχ.
1. πληγώνω την καρδιά
2. μέσ. καρδιούμαι, -όομαι
εξάγω την καρδιά τού θύματος κατά τη θυσία, καρδιουλκώ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακάρδιωτος — η, ο [καρδιώνω] άτολμος, δειλός …   Dictionary of Greek

  • αποκαρδιώνω — κ. καρδίζω 1. κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, αποθαρρύνω 2. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου, τον απογοητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καρδιώνω «εμψυχώνω, δίνω θάρρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Θεοχαρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • καρδιώ — βλ. καρδιώνω …   Dictionary of Greek

  • συνεπιγαυρώ — όω, Α ενθαρρύνω, εγ καρδιώνω από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιγαυρῶ «κάνω κάποιον περήφανο, αλαζονικό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”